- αγροκόμος
- ο (Α ἀγροκόμος)αυτός που καλλιεργεί αγρούςαρχ.επιστάτης αγρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + -κόμος < κομῶ (= περιποιούμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγροκόμον — ἀγροκόμος land steward masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροκόμῳ — ἀγροκόμος land steward masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek